
6 years ago
by A@H20
Ας αναφέρουμε όμως πρώτα λίγα βασικά εισαγωγικά πράγματα για τους τεράστιους Coldcut, προκειμένου να γνωρίζουν και οι νεότεροι.
Οι Coldcut είναι οι Matt Black και Jonathan More που από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, μαζί με κάποιους άλλους καλλιτέχνες, αλλάξαν τον ρου της χορευτικής ηλεκτρονικής ιστορίας δίνοντας θέση σε μουσικούς, παραγωγούς και DJs να προσδιορίσουν την μουσική τους με νέα δεδομένα. Χρησιμοποιώντας το sampling από hip hop, soul, funk και άλλες μουσικές, δημιουργώντας έτσι από την αρχή ένα άλλο κομμάτι.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο δισκοπωλείο Reckless Records στην Berwick Street που δούλευε ο More. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία των Coldcut που κρατάει πια 30 ένδοξα χρόνια. Η πρώτη κυκλοφορία τους ήταν το single Say Kids What Time Is It και θεωρείται το πρώτο κομμάτι δημιουργημένο αποκλειστικά από samples. Το 1987 κυκλοφορούν το διάσημο single Beats + Pieces στην πρώτη τους ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που ίδρυσαν, την Ahead Of Our Time.
Έγιναν ευρέως γνωστοί μέσα από remix για τους Yazz & Lisa Stansfield όπου με την σειρά τους πέτυχαν την επιτυχία του pop chart. Έκαναν remix για τους Eric B & Rakim, James Brown, Queen Latifah, Eurythmics, INXS, Steve Reich, Blondie, The Fall, Pierre Henry, Nina Simone, Fog, Red Snapper και άλλα μεγάλα ονόματα. Το 1990 δημιουργούν την Ninja Tune, μια πρωτοποριακή ανεξάρτητη εταιρεία για εκείνη την εποχή, με πρώτες κυκλοφορίες της εταιρείας να είναι οι 4 δίσκοι του Dj Food Jazz Brakes.
Ο κατάλογος των μουσικών, DJ’s, παραγωγών στην εταιρεία είναι μεγάλος παρότι η εταιρεία δεν έχει την ίδια αίγλη ίσως με την χρυσή δεκαετία του ’90 ή τις αρχές του 2000. Παρόλα αυτά θεωρείται «εκτροφείο» πολλών διαφορετικών ακουσμάτων μέχρι και σήμερα, οδηγώντας πάντοτε τα μουσικά είδη ένα βήμα παραπέρα.
Την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου, φτάνω στο Gagarin σχετικά νωρίς για να βρω μια καλή θέση και να απολαύσω τους Coldcut.
Με μεγάλη μου έκπληξη ο χώρος έχει λίγο κόσμο και τελικά η προσέλευση δεν ήταν η αναμενόμενη για ένα τόσο σπουδαίο όνομα που άλλαξε πάρα πολλά δεδομένα στα τέλη του ’80 στην χορευτική μουσική! Στο dj booth ο Cayetano που παίζει αρκετά pop για τα γούστα μου, ωστόσο καταφέρνει και ζεσταίνει τους παρευρισκόμενους και την όλη ατμόσφαιρα.
Κατά της 23:00 ανεβαίνουν οι Coldcut και μαζί τους στην σκηνή η Dinaz Stafford στα visuals και ο MC Sharkey. Αξίζει να σημειωθεί πως συχνά προβάλλονταν visuals με κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικά μηνύματα, όπως άλλωστε και τα κομμάτια τους φέρουν τέτοια.
Το πάρτυ ξεκινάει με τον MC Sharkey να αναγγέλει το Pump Up The Volume των M/A/R/R/S και ο χώρος γεμίζει με μουσική γνώριμη όσων ήταν το 1987 στις πίστες των τότε μαγαζιών της Αθήνας, τα visuals δείχνουν την «ατμόσφαιρα» της μουσικής του “τότε”, ο κόσμος χορεύει και όλα δείχνουν πως όσοι είμαστε στον χώρο θα περάσουμε πολύ ωραία για τις υπόλοιπες 2 ώρες.
Ακολουθεί το Beats + Pieces και το πάτωμα παίρνει φωτιά! Στην συνέχεια το κομμάτι People Hold On με την Lisa Stansfield, αλλά και το Doctorin’ The House με την Yazz, το Dark Lady από Dj Food, και έπειτα ένα πέρασμα κι από το 2006 όπως το True Skool με τον Roots Manuva.
Ακολούθησαν μεταξύ άλλων αρκετά κομμάτια από τον φετινό τους δίσκο που ήταν σε συμπαραγωγή με την On-U Sound του Adrian Sherwood, το Outside The Echo Chamber, δηλαδή κομμάτια όπως το Vitals με τον Roots Manuva, αλλά και το πιο καινούριο τους, το τελευταίο τους single, Kajra Mohobbat Wala με την Hamsika Lyer που απογείωσε το κοινό.
O MC Sharkey έκανε συχνά “μπασίματα” στα κομμάτια, με αρκετά εφέ, δίνοντας έτσι ακόμα έναν δυναμισμό στην σκηνή. Τα visuals έδειχναν σε πραγματικό χρόνο τα όσα έκαναν πάνω στην σκηνή, αλλά και όσους συμμετείχαν στα διάφορα κομμάτια τους και ομολογώ πως ήταν αρκετά «κολληματικά» προσδίδοντας έναν άλλον τόνο στην συναυλία.
Περίμενα να ακούσω πχ. το Atomig Moog 2000 το οποίο παίζω ακόμα στα σετ μου, αλλά και άλλα από τα παλιά τους, μιας ήταν μια γιορτή για τα 30 τους χρόνια στην μουσική. Ωστόσο, φυσικά δεν έχω παράπονο, χορέψαμε με την ψυχή μας, από drum ‘n’ bass μέχρι house, όπως και σε άλλους ρυθμούς.
Βγήκαν σε ένα ακόμα encore, πριν από το οποίο είχαν παίξει και το φοβερό Timber, αλλά πάνω που απογειωνόταν η φάση σταμάτησαν απότομα, αποχαιρετώντας το κοινό.
Πιστεύω ότι εάν ερχόντουσαν 10 χρόνια νωρίτερα στην Αθήνα θα είχε πολύ περισσότερο κόσμο, καθώς τόσο οι Coldcut όσο και η εταιρεία Ninja Tune ήταν η αγαπημένη πολλών djs αλλά και ακροατών στην Ελλάδα, ωστόσο οι νεότεροι δεν τους γνωρίζουν τόσο μιας και ο φετινός τους δίσκος από τον προηγούμενο ολοκληρωμένο απέχει ακριβώς 11 χρόνια. Αλλά “κάλλιο αργά, παρά ποτέ”.
Την επόμενη μέρα, Σάββατο 9 Δεκεμβρίου οι Coldcut ανηφόρισαν στον Βορρά και την Θεσσαλονίκη όπου έπαιξαν live στο Principal Club Theater. Εκεί το warm up είχαν αναλάβει οι Nekubi και Mister T.
Kατά τις 23:30 ανέβηκαν στην σκηνή οι Coldcut και ξεκίνησαν το audio/visual live τους με τους ίδιους να φαίνεται να το διασκεδάζουν. Ήταν άλλωστε ο τελευταίος σταθμός του επετειακού tour για τα 30 χρόνια παρουσίας τους στην μουσική.
Συνολικά έπαιξαν περίπου 2μιση ώρες κάνοντας μάλιστα 2 encore, μέσα σε σχετική αποθέωση από τον κόσμο που αναγνώρισε ακόμη μία φορά γιατί το συγκεκριμένο μουσικό δίδυμο θεωρείται από τα καλύτερα διαχρονικά στην ηλεκτρονική μουσική και ένα από τα πιο σημαντικά στην εξέλιξή της.
Μετά το πέρας του live, ο Matt κατέβηκε στον κόσμο και συνομίλησε με πολλούς, δωρίζοντας μάλιστα και διάφορα πράγματα σε αρκετούς, όπως αντάπτορες, αφίσες υπογεγραμμένες, ακόμη και βινύλια!
O πολύς κόσμος ήταν το μόνο συστατικό που έλειπε από το live αυτό για να γίνει 100% εκρηκτικό. Όπως και να ‘χει όμως ήταν ένα χορταστικό μουσικό βράδυ γεμάτο με ωραίες στιγμές μέσα από την μακρά πορεία τους, όπως την απέδωσαν οι ηγέτες της Ninja Tune.
Το event ήταν μία παραγωγή της Love Light Productions που τους έφερε στην Θεσσαλονίκη και τους απολαύσαμε ξανά, 9μιση χρόνια μετά την προηγούμενη αλησμόνητη εμφάνισή τους στο Springfesten, ένα φεστιβάλ που είχε γίνει για μία μόνο χρονιά στον χώρο του Μύλου, τότε που οι Coldcut έπαιξαν μπροστά σε πάνω από 800-1000 άτομα.
*Οι φωτογραφίες είναι από το live της Θεσσαλονίκης, 9 Δεκεμβρίου 2017 στο Principal.