
5 years ago
by Paranoise
To Plisskën Festival που διεξάγεται τα τελευταία 7 χρόνια στην Αθήνα από ντόπιους επιχειρηματίες και φίλους της μουσικής, είναι μια μουσική ανάσα για την πόλη αλλά και όλη την επικράτεια. Τα πιο σύγχρονα είδη μουσικής και άξιοι εκπρόσωποί τους στο σήμερα, επισκέπτονται την πρωτεύουσα και την αναβαθμίζουν πολιτιστικά.
Τόσο στην καλοκαιρινή, όσο και στην χειμερινή έκδοσή του, αποτελεί ένα φεστιβάλ με σημαντική και ενθαρρυντική δυναμική, το οποίο μπορεί να εξελιχθεί στο μουσικό φαινόμενο της κάθε χρονιάς.
Άλλωστε είναι η πιο ελκυστική εγχώρια φεστιβαλική διοργάνωση, με συνέπεια στο ύφος και την αισθητική που έχει χαράξει εξ’ αρχής, καθώς και σε όρους ποιότητας που έχει από μόνο του θέσει για να ξεπερνάει κάθε επόμενη φορά τις όποιες προβληματικές της προηγούμενης. Υπομονή και επιμονή για ακόμη καλύτερη διοργάνωση και η προσμονή του κόσμου θα είναι δεδομένη.
Έτσι και φέτος, όπου η χειμερινή χροιά του Plisskën Festival έλαβε χώρα την Παρασκευή 1 και Σάββατο 2 Δεκεμβρίου παρουσιάζοντας ένα ελκυστικό και πολυπολιτισμικό line up στο κέντρο της Αθήνας, συνολικά 42 καλλιτεχνών – κυρίως από το εξωτερικό. Οι προσδοκίες μας ήταν δικαίως μεγάλες, γι’ αυτό και σπεύσαμε από Αθήνα και Θεσσαλονίκη για να το παρακολουθήσουμε.
Στα πέντε διαφορετικά stages (4 + 1 “κρυφό”) στην οδό Πειραιώς από το απόγευμα και τις δύο ημέρες ξεκίνησαν οι εμφανίσεις καταξιωμένων και νέων καλλιτεχνών από διάφορα μουσικά είδη που είτε συνδέονταν μεταξύ τους, είτε όχι. Αυτό βέβαια κάνει και το Plisskën ξεχωριστό.
1η Ημέρα – Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου
Από την άλλη πλευρά η πρώτη μέρα του φεστιβάλ δυστυχώς δεν είχε τον παλμό που θα του άρμοζε, τουλάχιστον στις πρώτες ώρες του μέχρι τα μεσάνυχτα. Σε αυτό συνέβαλε και η διάταξη του χώρου που, σύμφωνα με γνώμες των επισκεπτών, αποσυντόνιζε τον κόσμο καθώς έβγαινες αναγκαστικά στην Πειραιώς για να επισκεφθείς τους διάφορους χώρους – σκηνές.
Ωστόσο το φεστιβάλ ήταν γεμάτο από όμορφες στιγμές και εκπλήξεις που σταδιακά “έφτιαχναν” την ατμόσφαιρα. Μια από αυτές ήταν οι Νορβηγίδες Smerz που γέμισαν τον γοητευτικό εξωτερικό χώρο Republic με ατμοσφαιρική R&B, ηλεκτρονική ποπ και τραχύ ήχο τυμπάνων.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την χρονική τους σειρά, παρόλο που ήταν δύσκολο να παραβρεθεί κανείς ταυτόχρονα σε τόσους ενδιαφέροντες καλλιτέχνες. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η χρονική ακρίβεια του συναυλιακού προγράμματος, στοιχείο που αποδεικνύει την επιτυχημένη οργάνωση του φεστιβάλ.
Ήταν 8 το απόγευμα όταν μπήκαμε στο Main stage και το δίδυμο των Demdike Stare είχε ήδη ξεκινήσει το live του λίγα λεπτά πριν, κηρύσσοντας ουσιαστικά την έναρξη του φεστιβάλ! Λίγος κόσμος στην αρχή που εύλογα σταδιακά αυξάνονταν καθώς oι καλλιτέχνες της Modern Love ανέβαζαν ρυθμούς. Αρκετά σκοτεινοί όπως αναμένονταν, παίζοντας ένα κράμα από experimental / techno / abstract / drone και μάλλον θα ταίριαζαν περισσότερο αν έπαιζαν πιο αργά, αφού ήταν αδύνατο να ευχαριστηθούμε το live τους όντας πλήρως νηφάλιοι και χωρίς καν υποτυπώδες μουσικό ζέσταμα.
Έπειτα, έτερος καλλιτέχνης της ίδιας εταιρείας, ο Άγγλος Andy Stott, πήρε θέση on stage για να παρουσιάσει το δικό του live, 2 χρόνια μετά την επιτυχημένη του εμφάνιση στο ίδιο φετιβάλ. Το stage είχε πια πυκνώσει, τόσο από κόσμο όσο κι από τις σκοτεινές, αφαιρετικές συνθέσεις του Stott, o οποίος ήταν πολύ διαφορετικός σε σχέση με τις κυκλοφορίες του, δηλαδή έκανε αρκετά πιο χορευτικό live, ενώ αν και γνωρίζουμε την δισκογραφία του, τελικά αναγνωρίσαμε λίγα μόνο από τα κομμάτια που έπαιξε. Άρα χρησιμοποίησε κυρίως ακυκλοφόρητο υλικό στην εμφάνισή του αυτή.
Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι ο μεγάλος αυτός χώρος αδίκησε τους ήχους των δύο πρώτων ονομάτων καθότι, ίσως λόγω της ώρας δεν είχε πολύ κόσμο, με αποτέλεσμα να τα ρυθμικά τους μοτίβα να διαχέονται και να χάνονται στο χώρο και εσύ να μην μπορείς να χαθείς μέσα σε αυτά και να συντονιστείς μαζί τους. Επίσης, η απουσία των sub ήταν εμφανής και δεν ένιωθες μπάσα καθόλου παρά μόνο αν πήγαινες και στηνόσουν μπροστά στα ηχεία!
Αμέσως μετά στο Main stage ανέβηκαν οι Καναδοί Holy Fuck για να μας δώσουν ένα πυκνό κιθαριστικό ήχο με electro punk αισθητική βασισμένοι κυρίως στην περσινό τους άλμπουμ Congrats. Ο χώρος άρχισε να γεμίζει και ο κόσμος έδειξε να ανταποκρίνεται στο θορυβώδες κάλεσμα της μπάντας που έκανε μια από τις πιο δυναμικές εμφανίσεις της Παρασκευής, με live improvisation στοιχεία και έντονους ήχους, πιστούς στις γραμμές των κομματιών που έχουν κυκλοφορήσει δείχνοντας έτσι και την επαγγελματικότητα τους.
Είχε τύχει να τους ξαναδούμε σε προηγούμενο φεστιβάλ, τo 2008 στην Αθήνα, όπου μας είχαν αφήσει εντελώς άφωνους. Αυτήν την φορά ήταν αρκετά δυναμικοί αλλά ο τελικός ήχος που έφτανε στα αυτιά μας, δεν αντιστοιχούσε της παρουσίας τους. Αρκετά κεφάτοι και με χορευτική διάθεση με όσους παρευρέθησαν σε αυτήν την σκηνή να φαίνονται αρκετά ευχαριστημένοι.
Μπάντα σημείο αναφοράς για το συγκεκριμένο είδος, με το τελευταίο τους δίσκο να βγαίνει το 2016 μετά από παύση 6 χρόνων. Ξεχώρισε η στιγμή όπου έπαιξαν το Xed Eyes και το Chimes Broken.
Παράλληλα ο παλμός του φεστιβάλ βρίσκονταν σε όλη την βραδιά στο μικρό και ζεστό χώρο του Tunnel. O Νιγηριανός και μεγαλωμένος στην Αθήνα Tosin Martyns έκανε το κοινό να χορεύει με τα afrobeat, reggae, hip hop και dancehall vibes του, ενώ έπειτα η Giganta ανέλαβε δράση και κατάφερε να γεμίσει σταδιακά αλλά γρήγορα το stage, δημιουργώντας μία πολύ ωραία ατμόσφαιρα, με χορευτικό ύφος στο live set της που κινήθηκε κυρίως σε bass / house, παίζοντας μεταξύ άλλων και τα κομμάτια της από την τελευταία της κυκλοφορία στο label των Black Athena – οι οποίοι είχαν και το curation του συγκεκριμένου stage. Το live της Αθηναίας παραγωγού ήταν σαφώς από τις καλύτερες στιγμές της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ, καθώς ζέστανε ιδανικά το κοινό κι ενώ ακολουθούσαν οι Λονδρέζοι 67 που απογείωσαν τους fans που είχαν συγκεντρωθεί στις πρώτες γραμμές με τα δυναμικά τους raps!
Την συνέχεια στο Tunnel, κατά την 1 παρά, έδωσε ο Gaika. O Βρετανός καλλιτέχνης χόρευε και τραγουδούσε, είχε κίνηση στο act του που ταίριαζε με το ύφος της σύγχρονης hip hop, αυτήν που οι νεαροί λατρεύουν και οι μεγαλύτεροι δεν θέλουν καν να ακούσουν… Έντονο swag και όσοι ήταν λάτρεις αυτού του στυλ το χάρηκαν σίγουρα. Μάλλον η εμφάνιση του Gaika ήταν η πιο έντονη στιγμή την πρώτη μέρα του φεστιβάλ.
Τελευταίο σετ στο συγκεκριμένο stage ήταν αυτό του Bill Kouligas, ιδιοκτήτη της PAN Records, ο οποίος “τα έσπασε” και άφησε τον κόσμο που τον άκουσε αλαφιασμένο.
Δυστυχώς ο λευκός και φωτεινός χώρος του Aquarium έμεινε την περισσότερη ώρα κενός παρόλο που έγιναν σημαντικές εμφανίσεις σε αυτόν, όπως το πολύπλευρο dj σετ του Άγγλου παραγωγού της Ninja Tune Illum Sphere το οποίο στην μεγαλύτερή του διάρκεια το παρακολούθησαν λιγότερα από 15 άτομα μιας και η συντριπτική πλειοψηφία βρισκόταν στο Main stage για να παρακολουθήσει το live του Mulatu.
Νωρίτερα είχε αφήσει ιδιαίτερα θετικές εντυπώσεις ο DOG2TH με τις footwork επιλογές του, παίζοντας πολύ καινούρια κομμάτια της εν λόγω σκηνής σκηνής.
Headliner της ημέρας ήταν η ο Mulatu Astatke με τις ταξιδιάρικες αιθιοπικές τζαζ μελωδίες του. Μπήκαμε στον χώρο μόλις είχε ξεκινήσει η συναυλία και πραγματικά δεν καταλάβαμε τον λόγο που μέχρι την μέση της αίθουσας ο ήχος δεν ακουγόταν καθόλου.
Μπροστά όμως μπορούσε κανείς να απολαύσει και να χορέψει στους αιθιοπικούς ήχους που έρχονταν από το vibraphone του Mulatu αλλά και των, στην κυριολεξία, εκπληκτικών σόλο των μουσικών της μπάντας του. Ο κόσμος φαίνονταν ότι είχε έρθει για τον Mulatu Astatke, ο χώρος όμως ίσως δεν κάλυπτε ηχητικά τις προδιαγραφές μιας τέτοιας συναυλίας.
Παρόλα αυτά δεν γινόταν παρά να απολαύσουμε την μουσική εμπειρία, γιατί περί τέτοιας πρόκειται, της ζωντανής εκτέλεσης υπέροχων μουσικών συνθέσεων του Αφρικανού καλλιτέχνη από τον ίδιο και την μπάντα που τον συνόδευε. Έπειτα από μιάμιση ώρα όπου “πέρασαν” από διάφορα κομμάτια της ως τώρα πορείας του, νιώσαμε μια κάποια πληρότητα, αισθανόμενοι τυχεροί που τον είχαμε ακούσει.
Όταν τέλειωσε το live του μεγάλου μουσικού, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού κατευθύνθηκε στα υπόλοιπα stages, με το Aquarium να είναι αυτό που κράτησε μέχρι πιο αργά απ’ όλα. Εκεί οι Brassica, Chaos In The CBD και Ivan Smagghe κατά σειρά, δημιούργησαν πολύ ωραίες συνθήκες για μια ωραία αμιγώς house βραδιά που κράτησε ως τις 5+ τα ξημερώματα…
2η Ημέρα – Σάββατο 2 Δεκεμβρίου
Το Σάββατο βρεθήκαμε από τις 9 παρά στο Μain stage προκειμένου να προλάβουμε την εμφάνιση της Jessy Lanza. Η καλλιτέχνις της Hyperdub έπαιξε το live της με την γνώριμη “γλυκανάλατη” αισθητική της την οποία εκτιμούμε δεόντως, κινούμενη εξ’ ολοκλήρου στα 160 bpm. Χωρίς να τα “σπάσει”, έπαιζε μουσική – αποκλειστικά με αναλογικό εξοπλισμό, τραγουδούσε και χόρευε ταυτόχρονα, δείχνοντας τις ικανότητές της και πετυχαίνοντας να ζεστάνει τον κόσμο και να δώσει μια ευχάριστη πνοή στην ατμόσφαιρα.
Tην σκυτάλη πήραν οι Liars, η post-punk / noise rock μπάντα δηλαδή του Angus Andrew, οι οποίοι ανέβασαν την ένταση παίζοντας κυρίως κομμάτια από τον τελευταίο τους δίσκο TFCF και με τις εντυπωσιακές εναλλαγές στον ρυθμό, τα ουρλιαχτά και την εκκεντρική εμφάνιση του front man -ντυμένος νύφη- και την όλη του κίνηση επί σκηνής, ήταν στις πιο ιδιαίτερες στιγμές του φεστιβάλ.
Ακολούθησε ο ιδιαίτερα δημοφιλής τελευταία νεαρός Mac Demarco ο οποίος ήταν ο δεύτερος headliner του φεστιβάλ. Αποδείχθηκε πως η παρουσία του star της indie rock αποτέλεσε μαγνήτη για πολύ κόσμο στο φεστιβάλ, κυρίως νεαρής ηλικίας, τον οποίο αποζημείωσε και με το παραπάνω o Καναδός, αφήνοντας πολύ θετικές εντυπώσεις με κομμάτια κυρίως από την φετινή του δουλειά.
Την ίδια ώρα στο Tunnel βρισκόταν μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, η Leta Platonos. Η ίδια καθισμένη σε όλη την διάρκεια του live, παρέα με 3 ακόμη μουσικούς, παρουσίασε αυτό που αναμέναμε: Ένα αρκετά υποτονικό live, με στοχαστικούς στίχους, “ψαγμένους” και συχνά κυνικούς, με μια ψυχρή διάθεση να κυριαρχεί. Δεν στάθηκε αρκετή για να κρατήσει το ενδιαφέρον του κόσμου που αρχικά είχε γεμίσει τον χώρο.
Έπειτα όμως, κατά τις 23:30, οι Laps αποτέλεσαν μία πολύ ευχάριστη έκπληξη του φεστιβάλ και ξαναγέμισαν το Tunnel, όντας σίγουρα ένα από τα καλύτερα live acts που είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στο διήμερο και το κάναμε! Με εξαίσια φωνητικά, υπέροχη κίνηση επί σκηνής για τα δύο κορίτσια και ρυθμούς σε ένα μείγμα dub / house / hip hop / pop, πάντα σε μινιμαλιστική προσέγγιση, οι χαριτωμένες Ladies As Pimps έκαναν ένα live που κέντρισε το ενδιαφέρον όλων και το διασκέδασε ο καθένας που το έζησε. Από τις καλύτερες στιγμές όταν έπαιξαν το Edges και προς το τέλος το Who Me? που αφιέρωσαν σε όλες τις γυναίκες – νοικοκυρές.
Την συνέχεια έδωσε η γυναικεία φωνή της grime από το Birmingham, η πληθωρική Lady Leshurr, η οποία με τα raps της και την έντονη ενέργεια που διοχέτευε ξεσήκωσε το κοινό και έκανε τους περισσότερους -όσους έβρισκαν κενό στον ασφυκτικά πια γεμάτο χώρο- να χοροπηδούν εκστασιασμένοι και παρά τα όποια τεχνικά προβλήματα. Ήταν αναμφίβολα ένα από τα highlights του φεστιβάλ.
Το συγκεκριμένο stage έκλεισε ο Last Japan με ένα πολύ ωραίο dj set, επικεντρωμένο στον bass / dubstep ήχο, ωστόσο η ένταση της μουσικής ήταν απίστευτα χαμηλά, σε σημείο που όταν γινόταν το drop σε κάποιο κομμάτι η ξενέρα που ακολουθούσε ήταν τέτοια που έκανε πολλούς να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο. Κρίμα γιατί δεν αναδείχθηκε ο καλλιτέχνης ως έπρεπε.
Εκείνη την ώρα ο Romare έπαιζε στο Main stage κι εμείς σπεύσαμε να προλάβουμε όσο μπορούσαμε. Τελικά προλάβαμε για περισσότερο από 40-50 λεπτά να τον ακούσουμε, συνοδεία δύο έτερων μουσικών στην σκηνή, ένας σε σαξόφωνο/μπάσο/φλάουτο κι ένας στα πλήκτρα, ο παραγωγός της Ninja Tune ικανοποίησε με το ανακάτεμα των jazz / funk επιρροών με την electronica και τις πιο βαριές μπασογραμμές τους περίπου 500 θεατές που παρέμεναν εκεί γι’ αυτόν, χωρίς ωστόσο να εντυπωσιάσει. Μάλλον θα ήταν καλύτερα αν είχε τοποθετηθεί να παίξει νωρίτερα, ενδεχομένως αντίστροφα με την Jessy Lanza.
Πάμε και στο Aquarium, το οποίο την δεύτερη μέρα ήταν αρκετά πιο ελκυστικό και ζεστό σε σχέση με την πρώτη που ο κόσμος ήταν διστακτικός, σίγουρα και λόγω του ότι απαγορευόταν το κάπνισμα για λόγους ασφαλείας. Εκεί συγκεντρώθηκαν και πάλι οι περισσότεροι φίλοι της techno και της house, καθώς τα dj sets που ακούστηκαν ήταν τέτοια, με εξαίρεση το εναρκτήριο, αυτό του Έλληνα Thomey Bors που παρουσίασε ένα υπέροχο live set, με ωραία σπασμένα beats.
Σε αυτό το stage κυριάρχησε η εντυπωσιακή και σαφώς εκκεντρική παρουσία του Lotic, o οποίος είχε μαγνητίσει πολύ κόσμο και με τις εν γένει club / bass music επιλογές του, από grime μέχρι -κυρίως- techno, για μιάμιση ώρα μετέτρεψε το Aquarium σε κανονικό club!
Kι ενώ δυστυχώς χάσαμε τον Autarkic, ο Αμερικανός Huerco S. αργότερα, για περίπου δύο ώρες, με το εκλεκτικό του μουσικό ύφος σε leftfield, house, techno μας ταξίδεψε εκ νέου σε χορευτικά μονοπάτια, αλλά τώρα πολύ πιο εγκεφαλικά σε σχέση με προηγούμενα sets σε αυτό ή άλλα stages. Την σκυτάλη κατά τις 3:30 πήρε ο Borrowed Identity για να κλείσει το φεστιβάλ σε αμιγώς deep house ρυθμούς και με ένα χαρούμενο vibe.
Aξίζει να σημειωθεί πως στο υπόγειο του Aquarium βρισκόταν το 5ο stage, το κρυφό stage, εκεί όπου και στις δύο βραδιές ακούσαμε τις Αθηναίες The Prudence Tapes που έπαιζαν καθαρά χορευτικές επιλογές, σε διάφορα μοτίβα της ηλεκτρονικής, κυρίως όμως στο γενικό bass φάσμα και αρκετά EBM.
Ήταν ωραία έκπληξη η τοποθέτησή τους και αποτέλεσε φιλικό χώρο για εμάς που θέλαμε να τα “σπάσουμε” πιο πολύ, καθώς ο ήχος εκεί ακούγονταν πιο δυνατά σε σχέση με άλλα stages, προφανώς λόγω του μικρού μεγέθους του χώρου.
Φυσικά ήταν αδύνατο να ακούσουμε όλα τα ονόματα που έπαιξαν και παρουσίασαν την δουλειά τους στο φεστιβάλ. Ουσιαστικά χάσαμε κυρίως τα δύο πρώτα ονόματα του Tunnel stage και στις δύο μέρες, όπως και σχεδόν ολόκληρο το Republic stage.
Αυτά από μία μεγάλη διοργάνωση η οποία και χαρακτηρίζεται επιτυχημένη.
Η χρονική ακρίβεια στην έναρξη των εμφανίσεων, η σωστή και ευγενική εξυπηρέτηση από το προσωπικό και τους ανθρώπους που συνέβαλαν σε αυτό, η ποιότητα και η ποικιλία των μουσικών που ακούστηκαν, με έντονο το στοιχείο της ηχητικής καινοτομίας και πρωτοπορίας, όπως και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, δηλαδή καλά ποτά και φαγητά, καλές συνθήκες υγιεινής, πλήρες πληροφοριακό υλικό για το πρόγραμμα κτλ., τους χώρους της διοργάνωσης και τις παροχές, καμία απολύτως συμφόρηση στις εισόδους των stages και στους υπόλοιπους χώρους, είναι πράγματα σημαντικά για την ομαλή παρακολούθηση και ασφάλεια του χώρου. Πράγματα που αν και θεωρούνται αυτονόητα, στην Ελλάδα ως γνωστόν σπανίζουν. Άρα όλα αυτά είναι ενθαρρυντικά και καθιστούν το Plisskën Festival ως το κορυφαίο ελληνικό φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής.
Βασικό αρνητικό στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε είναι η έλλειψη κατάλληλου και δυνατού σε ένταση ήχου σε πολλές περιπτώσεις. Είναι κρίμα από την στιγμή που το εγχείρημα είναι τόσο μεγάλο, πραγματικά αξιοθαύμαστο και παράτολμο οικονομικά για τα εγχώρια δεδομένα, να μην αποδίδεται η μουσική των καλλιτεχνών σωστά. Ίσως σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι το complex που φιλοξενεί το φεστιβάλ βρίσκεται εντός κατοικημένης περιοχής και μάλλον οι διοργανωτές γνώριζαν για τις δυνατότητες σε ένταση. Άλλωστε είχαμε και το παράδοξο της εμφάνισης την δεύτερη ημέρα επιτροπής κατοίκων της γειτονιάς για διαμαρτυρία, παρουσία περιπολικού…
Είμαστε βέβαιοι ωστόσο ότι την επόμενη χρονιά θα διορθωθεί κι αυτό το ζήτημα. Η αισιοδοξία αυτή προκύπτει από τον επαγγελματισμό που επιδεικνύει συνολικά η διοργάνωση κι από το γεγονός ότι κάθε χρόνο γίνεται ολοένα αρτιότερη σε τεχνικά και μη θέματα, διορθώνοντας τα όποια σφάλματα.
Εύγε Plisskën Festival! Θα προσμένουμε την επόμενη σου έκδοση και θα είμαστε πάλι εκεί, σύσσωμοι για μία νέα υπέροχη και πλήρη φεστιβαλική εμπειρία!