
7 years ago
by Margasv
Από τις πιο αξιόλογες εγχώριες κυκλοφορίες της φετινής χρονιάς και δή του φθινοπώρου είναι αναμφίβολα η νέα δουλειά του Polygrains.
Ο Polygrains είναι ο Βασίλης Μοσχάς, μουσικός, τραγουδιστής, τραγουδοποιός και παραγωγός, γεννημένος στην Ελλάδα, ενώ σήμερα ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Το τρέχον project του είναι μια εκλεκτική συλλογή από ηλεκτρονικά beats, samples, και bleeps, με αποτέλεσμα ένα ψυχεδελικό bricolage αστικών ήχων που σιγοβράζουν με πάθος και μελαγχολία.
H προσέγγιση του Μοσχά ως προς την σύνθεση διυλίστηκε στο Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης όπου σπούδασε τζαζ, και στο London College of Music, από όπου αποφοίτησε από το τμήμα Popular Music Performance. Η ενασχόλησή του με θεωρητικές και διαρθρωτικές πτυχές της μουσικής φέρνει μια λεπτότητα και ένα βάθος στο έργο του, ιδιαίτερα στις εκλεπτυσμένες και φορτισμένες φωνητικές μελωδίες του.
Η πρώτη του δουλειά ήρθε τον Μάιο του ’12 με τίτλο Adore Primo, η δεύτερη έναν χρόνο αργότερα με δύο κομμάτια ως Milky.Wave, ενώ πέρσι το κάπως πιο επίσημο Split. Επίσης, έχει μοιραστεί την σκηνή με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως Nosaj Thing, Bullion, Bear in Heaven και έχει κάνει φωνητικά στο Iris του Tom Trago.
Τώρα, κυκλοφορεί το mini album Screen Fever, ήδη από τις 30 Οκτωβρίου και περιλαμβάνει 7 αυτοτελείς ηλεκτρονικές συνθέσεις μέσα σε 24 λεπτά. Διατίθεται σε ψηφιακή μορφή και σε περιορισμένο αριθμό CD αντιτύπων μέσω του προσωπικού του label Costa Levanda.
Πρόκειται για μια δουλειά αρκετά διαφορετική από τις προηγούμενες του καλλιτέχνη. Σαφώς πιο βρώμικο, κινείται εξολοκλήρου στα 100-110 bpm, είναι κατά βάση electro, με hip hop καταβολές και techno κατεύθυνση, ωστόσο με αρκετά ωραία synths που, όμως, δεν του προσδίδουν pop αισθητική την οποία είχε το προηγούμενο album, παρά τις ευφορικές αναλαμπές σε αρκετά σημεία, αλλά μια πιο βιομηχανική θα μπορούσε να πει κανείς.
Άλλωστε, όπως εύστοχα ο ίδιος ο Polygrains περιγράφει, το Screen Fever είναι ο εθισμός στην οθόνη, είτε είναι τηλεόραση, υπολογιστής ή smartphone. Ο θεατής απορροφάται απ’ αυτήν, χάνει εν μέρει την ύλη του, γίνεται zomby, με τον μισό του εαυτό να βρίσκεται σε οθόνες και τον ψηφιακό κόσμο, πάντα σε εγρήγορση για κάθε νέα κοινοποίηση. Όμως στο τέλος δεν μένει τίποτε παρά αναμνήσεις από δυσδιάκριτα pixels που τρεμοπαίζουν…
Πρώτο κομμάτι στον δίσκο το Some Good Old Pistachios για ένα δυνατό ξεκίνημα που θυμίζει έντονα το στυλ στο οποίο κινείται και ο Fulgeance, κυρίως στις παλιότερες παραγωγές του, αυτό δηλαδή που ονόμασε ο ίδιος low club. Παρομοίως βαδίζει το Come On, πιο trippy πάντως και danceable, από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου.
Συνέχεια με ιδανική ροή στην εναλλαγή των tracks – κάτι που παρατηρείται σε όλη την έκταση του album- δίνει το In the Fertility Zone με τους θορύβους, αναλογικούς και ψηφιακούς να είναι πιο έντονοι και “κοφτεροί” αυτήν την φορά. Ακολούθως το Flower Pots με ένα ενδιαφέρον ρυθμικό beat, συγκαταλέγεται κι αυτό στις κορυφαίες στιγμές του Screen Fever, ενώ πέμπτο κομμάτι έρχεται το κατάτι επιληπτικό Defunct Trunks.
Έπειτα παίρνουν σειρά ίσως τα καλύτερα κομμάτια της εν λόγω κυκλοφορίας, σύμφωνα βέβαια με την προσωπική μου υποκειμενικότητα, αρχικά το Playground και για το τέλος το Studio Pain που κλείνει με τον καλύτερο τρόπο ένα concept album, 100% συνεκτικό, ακριβές στο ύφος του και επιτυχές στο μήνυμα που ο καλλιτέχνης θέλησε να περάσει, μουσικά και υποσυνείδητα.